εράσμιος

εράσμιος
-α, -ο (AM ἐράσμιος, -α, -ον) [έραμαι]
αυτός που σέ κάνει να τόν ερωτεύεσαι, θελκτικός, αξιαγάπητος («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», Ξεν.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἐράσμιον
με αξιαγάπητο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐράσμιος — lovely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασμιώτερον — ἐράσμιος lovely masc acc comp sg ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc comp sg ἐράσμιος lovely adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασμιώτατα — ἐράσμιος lovely adverbial superl ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασμιώτατον — ἐράσμιος lovely masc acc superl sg ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασμίως — ἐράσμιος lovely adverbial ἐράσμιος lovely masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐράσμιον — ἐράσμιος lovely masc/fem acc sg ἐράσμιος lovely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασμιωτάτη — ἐράσμιος lovely fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασμιωτάτην — ἐράσμιος lovely fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασμιωτάτης — ἐράσμιος lovely fem gen superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρασμιωτάτου — ἐράσμιος lovely masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”